εξωθιό

εξωθιό
και εξωθιό (Μ ἐξωθιόν)
1. παραπέρα, ακόμη πιο πέρα («στον κόσμον τούτο κι οξωθιόν ήθελαν φανερώσει τής τύχης μου τής άδικης την σκλεροσύνην τόσην»)
2. εκτός από
3. παρά μόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. έξωθεν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”